πεφεισμένως

πεφεισμένως
ΜΑ
επίρρ. με φειδώ, με προφύλαξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφεισμένος τού φείδομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πεφεισμένως — sparingly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπαφίσταμαι — Α αποχωρώ, αποσύρομαι βαθμιαία («πεφεισμένως ἀλλήλοις ὑπαφίστανται τῆς ὁδοῡ», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀφίσταμαι «απομακρύνομαι, αποχωρώ»] …   Dictionary of Greek

  • φειδάλφιτος — ίτου, ὁ, Α 1. αυτός που εξοικονομεί τα απαραίτητα για την ζωή 2. (γενικά) οικονόμος, φειδωλός. επίρρ... φειδαλφίτως Α 1. φειδωλά 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐκ τοῡ ἄλφιτον ὅ ἐστι πεφεισμένως τῶν ἀλφίτων». [ΕΤΥΜΟΛ. < φείδομαι + ἄλφιτον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”